- ακαιρώ
- ἀκαιρῶ (-έω) (AM) [ἄκαιρος]μσν.δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολοςαρχ.σπαταλώ τον χρόνο μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαίρῳ — ἄκαιρος ill timed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαίρωι — ἀκαίρῳ , ἄκαιρος ill timed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нецѣлыи — (6*) пр. 1.Неправомочный: ˫ако же ѹбо противѧщемсѧ сѹдиинымъ ѹставомъ. нецѣли бывають. многы ѹбо врачьбы прилежани˫а. сице бы съвкѹплѧти. хотѧщимъ ицѣлитисѧ ѿ своихъ стрѹпъ. безъзавистьно дарѹеть. и подаеть сдравие. (ἄκυροι) ПНЧ XIV, 2а. 2.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… … Dictionary of Greek